-
1 μερίδα
[мэрида] ουσ. Θ. часть, доля, кусок, порция,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μερίδα
-
2 доля
-
3 порция
-
4 доля
дол||яж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·2. анат., бот. ὁ λοβός·3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον. -
5 порция
-и θ.μερίδα, μερίδιο, μερτικά. || μερίδα φαγητού. -
6 рацион
-а α.μερίδα τροφής• σιτηρέσιο•рацион два -а διπλή μερίδα.
|| η νομή. -
7 дача
I.(загородный дом) το εξοχικό (σπίτι)II.(количество вещества, задаваемого в любую систему) η μερίδα, η δόσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дача
-
8 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
9 квота
эк. η αναλογία, το ποσοστό, το μερίδιο, η μερίδα, το όριο, η ποσόστωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квота
-
10 надел
η μερίδατο μερίδιοτο μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надел
-
11 паёк
η μερίδα (φαγητού), (воен.) το σι-τηρέσιοсухой - η ξηρά τροφή, το σιτηρέσιο εκστρατείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паёк
-
12 пай
эк. η μερίδα, το μερτικό, (акция) η μετοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пай
-
13 порция
η μερίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порция
-
14 рацион
η μερίδα, (паек) το σιτηρέσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рацион
-
15 квота
квотаж эк. τό μερίδιο[ν], ἡ μερίδα/ τό ὀριο, τό ποσοστό (экспортная, импортная). -
16 львиный
льви́||ныйприл λεόντειος, λεονταρήσιος:\львиныйная шку́ра ἡ λεοντή· ◊ \львиный зев бот. τό λυκόστομο, τό ἀντίρρινον \львиныйная доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος. -
17 мороженое
морожен||оес τό παγωτό[ν]:сливочное \мороженоеое τό παγωτό κρέμα· фруктовое \мороженоеое τό παγωτό ἀπό φροῦτα· порция \мороженоеого μιά μερίδα παγωτό. -
18 надел
наделм ὁ κλήρος, ἡ μερίδα [-ίς], τό μερίδιο[ν]:получать земельный \надел παίρνω κλήρο (γῆς), παίρνω ἕνα κομμάτι γῆς. -
19 порция
порци||яж ἡ μερίδα, ἡ μερίς, τό μερτικό, τό μερίδιον:две \порцияи мороженого δυό μερίδες παγωτό, δυό παγωτά. -
20 рацион
рационм ἡ μερίδα / воен. τό σιτηρέ-σιο[ν].
См. также в других словарях:
μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… … Dictionary of Greek
μερίδα — η 1. τμήμα ενός όλου: Μια μερίδα των μαθητών έκανε κατάληψη στο σχολείο. 2. ποσότητα φαγητού για ένα άτομο: Μας έβαλαν μεγάλες μερίδες. 3. μερίδιο σε επιχείρηση: Έχει τη μικρότερη μερίδα στην πατρική περιουσία. 4. πολιτική παράταξη: Ανήκει σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερίδα — μερίς part fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδιαφοριστές — Μερίδα Γερμανών μεταρρυθμιστών που ακολουθούσε τον Μελάγχθωνα (16ος αι.). Ονομάστηκαν έτσι γιατί σύμφωνα με τη διδασκαλία τους οι γιορτές, οι νηστείες, το χρίσμα, το ευχέλαιο κ.ά. ήταν πράγματα αδιάφορα για τη χριστιανική πίστη … Dictionary of Greek
μερίδ' — μερίδα , μερίς part fem acc sg μερίδι , μερίς part fem dat sg μερίδε , μερίς part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek